- ψῶρ'
- ψῶραι , ψώραitchfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιτυρίαση — Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που … Dictionary of Greek
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
ερωτιάρης — α, ικο και ερωτιάρικος, η, ο ερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης, κοκαλ ιάρης, ψωρ ιάρης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κασιδιάρης — I Ονομασία δύο βουνών. 1. Βουνό (υψόμ. 1.011 μ.) της Θεσσαλίας. Βρίσκεται στα όρια των νομών Λαρίσης και Φθιώτιδος. Ονομάζεται και Ναρθάκι. 2. Βουνό (υψόμ. 1.329 μ.) του νομού Ιωαννίνων. Ονομάζεται και Σούτιστα. II Οικισμός (41 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
καψιδιάρης — ο αυτός που υποφέρει από καψίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψίδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
κοντριάρης — ο (Μ κοντριάρης) αυτός που εμφανίζει χόνδρους, τυλώδης μσν. 1. (για υποζύγιο) πληγωμένος από σαμάρι 2. μτφ. πανάθλιος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα, η, + κατάλ. ιάρης (πρβλ. τσιμπλ ιάρης, ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
κοψιάρης — έα, ικο, θηλ. και κοψαρέ (Μ κοψιάρης, έα, ικο) νεοελλ. αυτός που αποχωρίζεται από την ομάδα («σαν μιαν αίγα κοψαρέ στα όρη σε ξετρέχω», Πανώρ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ κοψιάρης ο λιποτάκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + κατάλ. ιάρης (πρβλ. παλαβ ιάρης,… … Dictionary of Greek
πανουκλιάρης — α, ικο 1. ο προσβεβλημένος από πανούκλα 2. ως ουσ. μτφ. άσχημος και μοχθηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανούκλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
πιτυρ(γ)ιάζω — Ν πάσχω από πιτυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρο + κατάλ. ιάζω, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. αρχ. κατάλ. ιάω / ιώ), πρβλ. ψωρ ιάζω] … Dictionary of Greek
πορδιάρης — ο, Ν αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαν ίάρης, ψωρ ιάρης] … Dictionary of Greek